- ταρσαίος
- -α, -ο, Ν[ταρσός](για ανατομικό σχηματισμό) αυτός που σχετίζεται με τον ταρσό τού ποδιού ή τού βλεφάρου, αλλ. ταρσικός (α. «ταρσαίοι αδένες» — είκοσι ὡς σαράντα σμηγματογόνοι αδένες οι οποίοι περιέχονται στην ουσία καθενός ταρσού τού ματιού και από τους οποίους εκκρίνεται το βλεφαρικό σμήγμαβ. «ταρσαίοι μύες» — λείοι μύες που διευρύνουν τη βλεφαρική σχισμή).
Dictionary of Greek. 2013.